ὀψίμου

ὀψίμου
ὄψιμος
late
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… …   Dictionary of Greek

  • αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… …   Dictionary of Greek

  • ασκαρίς — ( ίδος), η (Α ἀσκαρίς) σκουλήκι των εντέρων αρχ. το έμβρυο της εμπίδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη σημασία «σκουλήκι των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη σημασία «έμβρυο της εμπίδος». Στον Ησύχιο επίσης… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • μανούρι — το είδος τυριού τύπου μυζήθρας, το οποίο είναι πλούσιο σε λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. ενός όψιμου μσν. μανούρα < μανός «αραιός». Κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, από ιταλ. mano «χέρι»] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοκαταληξία — Ταυτότητα ήχων μεταξύ δύο ή περισσότερων λέξεων, μετά την τονιζόμενη συλλαβή. Γενικά, ο όρος αναφέρεται σε λέξεις που βρίσκονται στο τέλος δύο συνεχόμενων ή γειτονικών στίχων. Οι ο. λέγονται οξύτονες ή καταληκτικές, παροξύτονες και προπαροξύτονες …   Dictionary of Greek

  • οψιμιά — η [όψιμος] 1. η ιδιότητα τού όψιμου 2. (στον πληθ. οι οψιμιές οι όψιμοι καρποί …   Dictionary of Greek

  • οψιμότητα — η [όψιμος] η ιδιότητα τού όψιμου …   Dictionary of Greek

  • ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα …   Dictionary of Greek

  • Αγάθων — I (Αθήνα 445; – Πέλλα 400; π.Χ.).Αθηναίος τραγικός ποιητής. Ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του έφτασαν έως εμάς. Βρισκόταν στην ακμή του την εποχή του όψιμου Ευριπίδη, νίκησε το 416 με τραγωδία στα Λήναια και το 405 πήγε στην αυλή του Αρχέλαου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”